- σχοινόσυρτος
- -η, -ο, Ν1. αυτός που σύρεται με σχοινί2. φρ. «σχοινόσυρτος σιδηρόδρομος» ή «σχοινόσυρτος συρμός» — είδος μεταφορικού μέσου χρησιμοποιούμενο στα ορυχεία και στα μεταλλεία, ο σχοινοδρόμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοίνος / σχοινί + συρτός (< σύρω)].
Dictionary of Greek. 2013.